- μιμογράφος
- -ο (Α μιμογράφος, -ον)ποιητής μίμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -γραφος (< γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σώφρων — Μιμογράφος του 5ου π.Χ. αι., που έζησε στις Συρακούσες και έγραψε σε αρχαία δωρική μίμους, διακωμωδώντας τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Από τα έργα του σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Τα έργα του χωρίζονται σε Μίμους ανδρείους, που αναφέρονται … Dictionary of Greek
μιμογράφου — μιμογράφος writer of mimes masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμογράφῳ — μιμογράφος writer of mimes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
mimógrafo — ► sustantivo LITERATURA Persona que escribía mimos o farsas. * * * mimógrafo (del lat. «mimogrӑphus», del gr. «mimográphos») m. Autor de mimos (obras teatrales). * * * mimógrafo, fa. (Del lat. mimogrăphus, y este del gr. μιμογράφος). m … Enciclopedia Universal
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… … Dictionary of Greek
Ποπλίλιος Σύρος — Ρωμαίος μιμογράφος του 1ου αι. π.Χ., που ίσως να καταγόταν από την Αντιόχεια. Δεν έχει σωθεί κανένας από τους μίμους του, αλλά υπάρχει μια συλλογή από 273 γνώμες του, σε ιαμβικούς και τροχαϊκούς στίχους, που διδάσκονταν στα σχολεία … Dictionary of Greek
mimógrafo — mimógrafo, fa (Del lat. mimogrăphus, y este del gr. μιμογράφος). m. y f. Autor de mimos o farsas … Diccionario de la lengua española